Τις ÏŽρες που η ανάσα της μÎρας Îχει κοπάσει
Βγάζω τη ζυγαριά της ζωής και τα βαρίδια
Μετράω και ζυγίζω προσεκτικά
Και κάνω την αναφορά μου
Δεν ήρθε ακÏŒμη η ÏŽρα να γυρίσω σπίτι μου
Άμαξά μου ο σάκος της ζωής μου
Που μÏŒνος μου κουβαλάω
Στους δικοÏς μου ÏŽμους
Και είναι γεμάτος εμπορεÏματα που Îφτιαξα
Στο μÎχρι τÏŽρα ταξίδι μου
Συνεχίζω την πορεία περνÏŽντας
Έξω απÏŒ τους δικοÏς σας κήπους, τα δικά σας χωράφια
Τα περισσÏŒτερα είναι πλαστικά κακής ή καλής ποιÏŒτητας
Αλλά πλαστικά
Ελάχιστα Îχω συναντήσει που νάναι αληθινά
Το ίδιο ÏŒμως σε ÏŒλους
Συνεχίζω να προσφÎρω την πραμάτεια μου
Σε μηδαμινÎς τιμÎς, συμβολικÎς μÏŒνο
ΜÎχρι πÏŒτε δεν γνωρίζω
Τη νÏχτα που δεν θα με δείτε να περάσω να ξÎρετε
Δεν θα ξανάρθω, γιατί θα Îχει Îρθει η ÏŽρα
Σπίτι μου πάλι να γυρίσω
Ελσίνκι, 29 Σεπτεμβρίου 2013