και τοÏτο το καλοκαίρι ήξερα
ÏŒταν τα νυχτολοÏλουδα άρχιζαν δειλά και αθÏŒρυβα
να ξυπνάνε απαλά. σαν παιδικÏŒ βλÎμμα.
σε λίγες ÏŽρες πάλι συνωστισμÏŒς στον ουρανÏŒ βράδιαζε
τ' άστρα φορÏŽντας τα γιορτινά τους
αστραφτερά στολίδια θα μαζεÏονταν πάλι τα παραμÏθια τους
να μου τραγουδήσουν.
μια γλυκιά βουή, αθÏŒρυβη μÎχρι ν' αποκοιμηθοÏν ήσυχα
η σιγουριά φως, η ζεστασιά προστασία, ο αιÏŽνιος ήλιος
να σου μιλÏŽ με βρήκε και
οι περαστικοί , με την απÏŒγνωση χαρακωμÎνη στα κουτελά τους
βιαστικά να προσπερνοÏν.
Îστρεψα το βλÎμμα μου να πει μια καληνÏχτα στα νυχτολοÏλουδα
αργά, πολÏ αργά, είχαν ήδη αποκοιμηθεί.
αργά.