Το πνεÏμα δεν υπάρχει πια στην Αρχαία γη που περπατήσαμε.
Το αφήσαμε να φÏγει μÎσα απÏŒ τα χÎρια μας, σαν την άμμο που σβήνει
ανάμεσα στα δάχτυλα
Στο γυάλινο βάζο περιμάζεψα ÏŒτι είχε απομείνει απÏŒ τους ίσκιους μας, τÏŒτε, που
μαζί περπατήσαμε στην αγκαλιά του ήλιου.
ΚουρασμÎνοι ίσκιοι, προδομÎνοι απÏŒ τον ίδιο τους τον εαυτÏŒ.
Το κρÏο νερÏŒ ÏŒμως, ήταν το ίδιο δροσερÏŒ και κρυστάλλινο. Και το λουκοÏμι,
μαλακÏŒ και αρωματικÏŒ απομηνάρι αιÏŽνων σκλαβιάς.
Έκλεισα μÎσα στο γυάλινο βάζο ίσκιους κουρÎλια, το φως και τη ζÎστα του αρχαίου
ήλιου μας, δροσερÏŒ νερÏŒ και απÏŒ Îνα λουκοÏμι.
Κάθε τι και κάθε Ïπαρξη που ήταν για μας σημαντικά, θα περνάει πάντα απÏŒ δίπλα μας.
Και το πάντα είναι παντοÏ.